désabonner

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

désabonner (fr)

  1. (μεταβατικό) σταματώ μία συνδρομή (κάποιου άλλου)
     αντώνυμα: abonner
  2. (pronominal) σταματώ τη συνδρομή μου
     αντώνυμα: s'abonner