déscotcher
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /des.kɔ.tʃe/
Ρήμα[επεξεργασία]
déscotcher (fr)
- αφαιρώ το σελοτέιπ
- (μεταφορικά) διώχνω βίαια κάποιον όταν γίνεται πολύ ενοχλητικός