désensibilisation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

désensibilisation < dé- + sensibilisation

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /?/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
désensibilisation désensibilisations

désensibilisation (fr) θηλυκό

  1. (φωτογραφία) η ελάττωση της ευαισθησίας
  2. η ενέργεια με την οποία μειώνεται η ευαισθησία του οργανισμού σε αλλεργιογόνα
  3. (μεταφορικά) η ελάττωση της ευαισθησίας σε οποιονδήποτε τομέα

Συγγενικά[επεξεργασία]