désespérant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- désespérant < désespérer
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /de.zɛs.pe.ʁe/
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | désespérant | désespérants |
θηλυκό | désespérante | désespérantes |
désespérant (fr)