Μετάβαση στο περιεχόμενο

désir

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
désir < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
désir désirs

désir (fr) αρσενικό

  1. η επιθυμία, η πεθυμιά (λαϊκό)
  2. ο πόθος
  3. η λαχτάρα