désorienté
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | désorienté | désorientés |
θηλυκό | désorientée | désorientées |
Επίθετο
[επεξεργασία]désorienté (fr)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- dépaysé
- embarrassé
- hésitant
- indécis
- perdu
- (οικείο) déboussolé