désuétude
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
désuétude | désuétudes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
désuétude (fr) θηλυκό
- η ιδιότητα του να είναι κάτι ξεπερασμένο, απαρχαιωμένο, η αχρηστία