détacher
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- détacher < destachier < attacher < παλαιά γαλλική tache (συνδετήρας)
- détacher < tache
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
détacher (fr) (μεταβατικό)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
détacher (fr)