détraqué
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- détraqué < détraquer
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | détraqué | détraqués |
θηλυκό | détraquée | détraquées |
détraqué (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | détraqué | détraqués |
θηλυκό | détraquée | détraquées |
détraqué (fr)
- ο διεστραμμένος, ο παλαβός
- ≈ συνώνυμα: désaxé, déséquilibré, fou