déviant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
déviant | déviants |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
déviant (fr) αρσενικό
- που ξεφεύγει από το καθιερωμένο
ενικός | πληθυντικός |
déviant | déviants |
déviant (fr) αρσενικό