dévouement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dévouement (fr) αρσενικό
- η αφοσίωση, η αυταπάρνηση