dabble
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
dabble (en)
- πλατσουρίζω
- ασχολούμαι επιφανειακά με κάτι, ψευτοαπασχολούμαι