Μετάβαση στο περιεχόμενο

damarcık

Από Βικιλεξικό

Τουρκικά (tr)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
damarcık < damar + -cık

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /dɑmɑɾˈd͡ʒɯk/
τυπογραφικός συλλαβισμός: damarcık

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

damarcık (tr)

  1. (ανατομία) μικρό αιμοφόρο αγγείο