damier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
damier damiers

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

damier (fr) αρσενικό

  1. σκακιέρα για το παιχνίδι ντάμα, αποτελούμενο από εκατό άσπρα και μαύρα τετραγωνάκια
  2. (κατ’ επέκταση) οποιαδήποτε επιφάνεια έχει χωριστεί σε τετραγωνάκια
  3. (κατ’ επέκταση) ίσα παραλληλόγραμμα που εναλλάσσονται