damp
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | damp |
συγκριτικός | damper |
υπερθετικός | dampest |
Επίθετο
[επεξεργασία]damp (en)
- νωπός, νοτισμένος, νοτίζω, ελαφρώς υγρός
- ⮡ You should iron the clothes damp.
- Τα ρούχα να τα σιδερώνεις νωπά.
- ⮡ The ground is damp from the rain.
- Το χώμα είναι νωπό απ΄ τη βροχή.
- ⮡ the damp earth - η νοτισμένη γη
- ⮡ The ground was damp from the morning moisture.
- Νότισε το χώμα από την πρωινή υγρασία.
- ⮡ He sat on the wet ground and his clothes got damp.
- Κάθισε στο βρεγμένο χώμα και νότισαν τα ρούχα του.
- ⮡ The leaking water made the wall damp.
- Το νερό που στάζει νότισε τον τοίχο.
- ⮡ You should iron the clothes damp.