damper
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
damper | dampers |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]damper (en)
- συγκριτικός βαθμός του damp
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]damper (en)
- αμορτισέρ
- κάτι που χαλάει τη διάθεση
- (μουσική) η σουρντίνα (πεντάλ στο πιάνο)
- αποσβεστήρας ταλάντωσης