dancing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- (χορός) o χορός, η ενέργεια του χορεύω
- ↪ Musical theater includes acting, dancing, and singing.
- Το μουσικό θέατρο συμπεριλαμβάνει υποκριτική, χορό και τραγούδι.
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: ντάνσινγκ
- ↪ Musical theater includes acting, dancing, and singing.
Παράγωγα[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
dancing (en)
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dancing | dancings |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dancing (fr) αρσενικό
- το ντάνσινγκ