dancing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /dɑːn.sɪŋ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

dancing (en) (μη μετρήσιμο)

  • (χορός) o χορός, η ενέργεια του χορεύω
    Musical theater includes acting, dancing, and singing.
    Το μουσικό θέατρο συμπεριλαμβάνει υποκριτική, χορό και τραγούδι.
    ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: ντάνσινγκ

Παράγωγα[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

dancing (en)

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
dancing dancings

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

dancing (fr) αρσενικό