dangerosité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
dangerosité < dangereux + -osité
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /dɑ̃.ʒʁo.zi.te/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dangerosité | dangerosités |
dangerosité (fr) θηλυκό