Μετάβαση στο περιεχόμενο

dating

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dating (en)

  1. το να βγαίνει κανείς ραντεβού
  2. η χρονολόγηση (ο προσδιορισμός της χρονολογίας που έγινε ή κατασκευάστηκε κάτι)

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

dating (en)