dauphine
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dauphine | dauphines |
dauphine (fr) θηλυκό
- (ιστορία) η γυναίκα του δελφίνου
- pommes dauphines, πατατοκεφτέδες τηγανισμένοι στο λάδι