Μετάβαση στο περιεχόμενο

daurade

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
daurade daurades

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

daurade (fr) και dorade θηλυκό

(ιχθυολογία)  δείτε τη λέξη  dorade