dayanışma

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

dayanışma < dayan (βασίζομαι, στηρίζομαι) + -ış (επίθημα αμοιβαίας κατασκευής, ο ένας στον άλλον) + -ma (-ση)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /dɑjɑnɯʃˈmɑ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: da‐ya‐nış‐ma

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

dayanışma (tr)

Κλίση[επεξεργασία]