Μετάβαση στο περιεχόμενο

deal in

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας deal in
γ΄ ενικό ενεστώτα deals in
αόριστος dealt in
παθητική μετοχή dealt in
ενεργητική μετοχή dealing in

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
deal in < → δείτε τις λέξεις deal και in

deal in (en) (μεταβατικό)

  • εμπορεύομαι επαγγελματικά
    ⮡  He deals in fabrics.
    Εμπορεύεται υφάσματα.