deal in
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | deal in |
γ΄ ενικό ενεστώτα | deals in |
αόριστος | dealt in |
παθητική μετοχή | dealt in |
ενεργητική μετοχή | dealing in |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]deal in (en) (μεταβατικό)
- εμπορεύομαι επαγγελματικά
- ⮡ He deals in fabrics.
- Εμπορεύεται υφάσματα.
- ⮡ He deals in fabrics.