deal with

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας deal with
γ΄ ενικό ενεστώτα deals with
αόριστος dealt with
παθητική μετοχή dealt with
ενεργητική μετοχή dealing with

Ετυμολογία [επεξεργασία]

deal with < → δείτε τις λέξεις deal και with

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈdiːl ˌwɪð/
 

Ρήμα[επεξεργασία]

deal with (en) (μεταβατικό)

  1. φέρομαι, αντιμετωπίζω, μεταχειρίζομαι, αναλαμβάνω τις κατάλληλες ενέργειες σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή ανάλογα με το ποιος μιλάω, μεταχειρίζομαι κτλ.
    I don’t know how to deal with her.
    Δεν ξέρω πώς να της φερθώ./Δεν ξέρω πώς να την μεταχειριστώ.
    How would you deal with an armed robber?
    Πώς θα αντιμετώπιζες έναν ένοπλο ληστή;
    He is easy/difficult to deal with.
    Είναι βολικός/δύσκολος άνθρωπος.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη cope
  2. συναλλάσσομαι με ένα άτομο, μια εταιρεία ή έναν οργανισμό
    Do you deal with Smith?
    Έχεις συναλλαγές με τον Σμιθ;
    I have been dealing with him for ten years.
    Συναλλάσσομαι μαζί του δέκα χρόνια.
     συνώνυμα: do business with
  3. ασχολούμαι με, χειρίζομαι, καταπιάνομαι με, αντιμετωπίζω, κοιτάζω, λύνω ένα πρόβλημα, εκτελώ μια εργασία κτλ.
    We must deal with the problem of unemployment right away.
    Πρέπει να ασχοληθούμε αμέσως με το θέμα της ανεργίας.
    Can you deal with this situation alone?
    Μπορείς να χρειαστείς μόνος σου την κατάσταση;
    We must deal with this problem very carefully.
    Πρέπει να καταπιαστούμε πολύ προσεχτικά με αυτή τη δουλειά.
    Don’t confuse things, one situation is dealt with differently than the other.
    Μη συγχέεις τα πράγματα, αλλιώς αντιμετωπίζεται η μία κατάσταση και αλλιώς η άλλη.
    I will deal with the tickets/drinks.
    Θα κοιτάξω εγώ για τα εισιτήρια/τα ποτά.
     συνώνυμα:  handle, see to, settle, straighten out και take care of
  4. ασχολούμαι, αφορώ
    Quite a few writers have dealt with this topic at length.
    Πολλοί συγγραφείς έχουν ασχοληθεί εκτεταμένα με αυτό το θέμα.
    All questions that deal with national security/my future…
    Όλα τα θέματα που αφορούν την εθνική άμυνα/το μέλλον μου…

Πηγές[επεξεργασία]

  • deal with - Oxford Learner's Dictionaries
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 137, 149, 458, 547, 842, 967. ISBN 9780194325684. , λήμμα: ασχολούμαι, αφορώ, κοιτάζω, μεταχειρίζομαι, συναλλάσσομαι, χειρίζομαι