deal with
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | deal with |
γ΄ ενικό ενεστώτα | deals with |
αόριστος | dealt with |
παθητική μετοχή | dealt with |
ενεργητική μετοχή | dealing with |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈdiːl ˌwɪð/
- ⓘ
Ρήμα
[επεξεργασία]deal with (en) (μεταβατικό)
- φέρομαι, αντιμετωπίζω, μεταχειρίζομαι, αναλαμβάνω τις κατάλληλες ενέργειες σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή ανάλογα με το ποιος μιλάω, μεταχειρίζομαι κτλ.
- συναλλάσσομαι με ένα άτομο, μια εταιρεία ή έναν οργανισμό
- ⮡ Do you deal with Smith?
- Έχεις συναλλαγές με τον Σμιθ;
- ⮡ I have been dealing with him for ten years.
- Συναλλάσσομαι μαζί του δέκα χρόνια.
- ≈ συνώνυμα: do business with
- ⮡ Do you deal with Smith?
- ασχολούμαι με, χειρίζομαι, καταπιάνομαι με, αντιμετωπίζω, κοιτάζω, λύνω ένα πρόβλημα, εκτελώ μια εργασία κτλ.
- ⮡ We must deal with the problem of unemployment right away.
- Πρέπει να ασχοληθούμε αμέσως με το θέμα της ανεργίας.
- ⮡ Can you deal with this situation alone?
- Μπορείς να χρειαστείς μόνος σου την κατάσταση;
- ⮡ We must deal with this problem very carefully.
- Πρέπει να καταπιαστούμε πολύ προσεχτικά με αυτή τη δουλειά.
- ⮡ Don’t confuse things, one situation is dealt with differently than the other.
- Μη συγχέεις τα πράγματα, αλλιώς αντιμετωπίζεται η μία κατάσταση και αλλιώς η άλλη.
- ⮡ I will deal with the tickets/drinks.
- Θα κοιτάξω εγώ για τα εισιτήρια/τα ποτά.
- ≈ συνώνυμα: handle, see to, settle, straighten out και take care of
- ⮡ We must deal with the problem of unemployment right away.
- ασχολούμαι, αφορώ
- ⮡ Quite a few writers have dealt with this topic at length.
- Πολλοί συγγραφείς έχουν ασχοληθεί εκτεταμένα με αυτό το θέμα.
- ⮡ All questions that deal with national security/my future…
- Όλα τα θέματα που αφορούν την εθνική άμυνα/το μέλλον μου…
- ⮡ Quite a few writers have dealt with this topic at length.
Πηγές
[επεξεργασία]- deal with - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 137, 149, 458, 547, 842, 967. ISBN 9780194325684., λήμμα: ασχολούμαι, αφορώ, κοιτάζω, μεταχειρίζομαι, συναλλάσσομαι, χειρίζομαι