dean

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Dean, déan, deán, dèan

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
dean deans

Ετυμολογία [επεξεργασία]

dean < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /diːn/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

dean (en)

  1. κοσμήτορας πανεπιστημιακής σχολής
  2. (χριστιανισμός) αξιωματούχος ή πρόσωπο που προΐσταται σε ορισμένα εκκλησιαστικά σώματα
  3. το αρχαιότερο μέλος ενός συνόλου. μιας ομάδας ανθρώπων