dean
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/diːn/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dean (en)
- κοσμήτορας πανεπιστημιακής σχολής
- τιμητικός ή διοικητικός τίτλος σε διάφορα σώματα (εκκλησία, βουλή κλπ)
- (όχι ακριβής μετάφραση) αρχιερέας