death row
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
death row (en)
- το τμήμα μιας φυλακής όπου βρίσκονται όσοι/όσες έχουν καταδικαστεί σε θάνατο, περιμένοντας την εκτέλεση της ποινής
- to be / being on death row: το να αναμένει κάποιος καταδικασμένος σε θάνατο την εκτέλεσή του
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- death row στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
death row