Μετάβαση στο περιεχόμενο

debris

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

debris (en) (μη μετρήσιμο)

  • τα ερείπια, τα συντρίμμια, τα κομμάτια ξύλου, μετάλλου, οικοδομικών υλικών κτλ. που μένουν αφού κάτι έχει καταστραφεί
      They are searching through the debris after the earthquake.
    Ψάχνουν μέσα στα ερείπια ύστερα από τον σεισμό.
      Clearance of debris from the road took many hours.
    Το καθάρισμα των συντριμμιών από τον δρόμο κράτησε πολλές ώρες.