deceitful
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
deceitful (en)
- απατηλός, παραπλανητικός, αυτός που εξαπατά ηθελημένα