declaratory
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
declaratory (en)
- που δηλώνει, δηλωτικός
- που εξηγεί, που ερμηνεύει, ερμηνευτικός
- διαπιστωτικός
declaratory (en)