decyzja
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | decyzja | decyzje |
γενική | decyzji | decyzji/decyzyj |
δοτική | decyzji | decyzjom |
αιτιατική | decyzję | decyzje |
οργανική | decyzją | decyzjami |
τοπική | decyzji | decyzjach |
κλητική | decyzjo | decyzje |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
decyzja (pl) θηλυκό
- η απόφαση