dedicated
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈdɛdɪkeɪtəd/
- ⓘ
Επίθετο
[επεξεργασία]dedicated (en)
- αφοσιωμένος
- αποκλειστικός, εξειδικευμένος, κατασκευασμένος για συγκεκριμένη χρήση
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]dedicated (en)