defender
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
defender | defenders |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
defender (en)
- ο υπερασπιστής
- ο υπέρμαχος
- η υπεράσπιση (ο συνήγορος του κατηγορουμένου σε μια δίκη)
- (αθλητισμός) ο αμυντικός (παίκτης)
- ↪ All defenders to the goal box, quickly!
- Όλοι οι αμυντικοί στην μικρή περιοχή, γρήγορα!
- ↪ All defenders to the goal box, quickly!