Μετάβαση στο περιεχόμενο

defer

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας defer
γ΄ ενικό ενεστώτα defers
αόριστος deferred
παθητική μετοχή deferred
ενεργητική μετοχή deferring

defer (en)

  • αναβάλλω, καθυστερώ κάτι για αργότερα
      I am deferring a payment.
    Αναβάλλω μια πληρωμή.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη delay

Παράγωγα

[επεξεργασία]