defer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
defer (en)
- αναβάλλω, καθυστερώ
- defer to: συμφωνώ σε κάτι ή με κάποιον, αποδέχομαι μια πρόταση, απόφαση