deficit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
deficit (en)
- μειονέκτημα, ανεπάρκεια
- έλλειμμα
- ζημία επιχείρησης