definitively

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

definitively < definite

Επίρρημα[επεξεργασία]

definitively (en)

  1. οριστικά
  2. για να δηλωθεί βεβαιότητα