defrost
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | defrost |
γ΄ ενικό ενεστώτα | defrosts |
αόριστος | defrosted |
παθητική μετοχή | defrosted |
ενεργητική μετοχή | defrosting |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]defrost (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ξεπαγώνω τρόφιμα ή υγρό, αποψύχω, κάνω απόψυξη στο ψυγείο