degelo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
degelo | degelos |
degelo (pt) αρσενικό
- το λιώσιμο των πάγων
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
degelo | degelos |
degelo (pt) αρσενικό