dekono
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dekono | dekonoj |
αιτιατική | dekonon | dekonojn |
dekono (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dekono | dekonoj |
αιτιατική | dekonon | dekonojn |
dekono (eo)