delay

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
delay delays

delay (en)

  1. η καθυστέρηση
  2. η επιβράδυνση
  3. η αναβολή
  4. η χρονοτριβή

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας delay
γ΄ ενικό ενεστώτα delays
αόριστος delayed
παθητική μετοχή delayed
ενεργητική μετοχή delaying

delay (en)

  1. (μεταβατικό) καθυστερώ, κάνω κάποιον ή κάτι αργά ή τον αναγκάζω να κάνει κάτι πιο αργά
    The airplane was delayed an hour.
    Το αεροπλάνο καθυστέρησε μια ώρα.
    The traffic delayed us.
    Μας καθυστέρησε η κυκλοφορία.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) καθυστερώ, αναβάλλω, δεν κάνω κάτι μέχρι αργότερα ή κάνω κάτι να συμβεί αργότερα
    I will delay my departure for a few days.
    Θα καθυστερήσω την αναχώρησή μου για μερικές ημέρες.
    We must delay the sale until we find the money.
    Πρέπει να καθυστερήσουμε την πώληση ώσπου να βρούμε χρήματα.
    I must delay going abroad.
    Πρέπει να αναβάλλω τον πηγαιμό μου στο εξωτερικό.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]