delay
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
delay | delays |
delay (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η καθυστέρηση, η επιβράδυνση, μια χρονική περίοδος που κάποιος ή κάτι πρέπει να περιμένει εξαιτίας ενός προβλήματος που κάνει κάτι αργό ή καθυστερημένο
- ↪ Due to a breakdown, we took off after a short delay.
- Λόγω βλάβης απογειωθήκαμε με μικρή καθυστέρηση.
- ↪ There has been a notable delay in the departure of the train.
- Σημειώθηκε κάποια επιβράδυνση στην αναχώρηση του τρένου.
- ↪ Due to a breakdown, we took off after a short delay.
- (μη μετρήσιμο) η αναβολή, η χρονοτριβή, αποτυχία να κάνω κάτι γρήγορα ή τη σωστή στιγμή· η ενέργεια του να αναβάλλω
- ↪ delay of payment - αναβολή πληρωμής
- ↪ without further delay - χωρίς άλλη χρονοτριβή
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | delay |
γ΄ ενικό ενεστώτα | delays |
αόριστος | delayed |
παθητική μετοχή | delayed |
ενεργητική μετοχή | delaying |
delay (en)
- (μεταβατικό) καθυστερώ, κάνω κάποιον ή κάτι αργά ή τον αναγκάζω να κάνει κάτι πιο αργά
- ↪ The airplane was delayed an hour.
- Το αεροπλάνο καθυστέρησε μια ώρα.
- ↪ The traffic delayed us.
- Μας καθυστέρησε η κυκλοφορία.
- ↪ The airplane was delayed an hour.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) καθυστερώ, αναβάλλω, δεν κάνω κάτι μέχρι αργότερα ή κάνω κάτι να συμβεί αργότερα
- ↪ I will delay my departure for a few days.
- Θα καθυστερήσω την αναχώρησή μου για μερικές ημέρες.
- ↪ We must delay the sale until we find the money.
- Πρέπει να καθυστερήσουμε την πώληση ώσπου να βρούμε χρήματα.
- ↪ I must delay going abroad.
- Πρέπει να αναβάλλω τον πηγαιμό μου στο εξωτερικό.
- ↪ I will delay my departure for a few days.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- delay (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- delay (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 397-398. ISBN 9780194325684., λήμμα: καθυστερώ