Μετάβαση στο περιεχόμενο

delayed

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός delayed
συγκριτικός more delayed
υπερθετικός most delayed

delayed (en)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

delayed (en)