delectable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | delectable |
συγκριτικός | more delectable |
υπερθετικός | most delectable |
Επίθετο[επεξεργασία]
delectable (en)
- ορεκτικός, λαχταριστός, εκλεκτή/διαλεχτή λιχουδιά