Μετάβαση στο περιεχόμενο

deleo

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
deleo < λείπει η ετυμολογία

deleo (la)

  1. εξαλείφω, αφανίζω
  2. καταστρέφω
  3. σκοτώνω