deliberate
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]| παραθετικά | |
| θετικός | deliberate |
| συγκριτικός | more deliberate |
| υπερθετικός | most deliberate |
deliberate (en)
- εσκεμμένος, ηθελημένος
a deliberate action - εσκεμμένη ενέργεια
What happened here was deliberate.
- Αυτό που έγινε εδώ ήταν ηθελημένο.
- ≈ συνώνυμα: intentional
- αργός και προσεχτικός, για μια κίνηση ή μια ενέργεια που γίνεται αργά και προσεκτικά
They spoke in a deliberate manner.
- Μίλησαν με αργός και προσεχτικός τρόπος.
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]| ενεστώτας | deliberate |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | deliberates |
| αόριστος | deliberated |
| παθητική μετοχή | deliberated |
| ενεργητική μετοχή | deliberating |
deliberate (en) (μεταβατικό & αμετάβατο, επίσημο)
- συσκέπτομαι, σκέφτομαι κάτι πολύ προσεκτικά και συνήθως συζητώ γι' αυτό, πριν πάρω μια απόφαση
The two ministers deliberated for hours.
- Οι δύο υπουργοί συσκέφτηκαν επί ώρες.
After deliberating for a while, he decided to write to him.
- Αφού σκέφτηκε λίγο αποφάσισε να του γράψει.
They’re still deliberating (on/over) the issue.
- Ακόμα συζητάνε το θέμα.
Πηγές
[επεξεργασία]- deliberate (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- deliberate (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 121. ISBN 9780194325684., λήμμα: αργός