deliberate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | deliberate |
συγκριτικός | more deliberate |
υπερθετικός | most deliberate |
deliberate (en)
- εσκεμμένος, ηθελημένος
- ↪ What happened here was deliberate.
- Αυτό που έγινε εδώ ήταν ηθελημένο.
- ≈ συνώνυμα: intentional
- ↪ What happened here was deliberate.
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | deliberate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | deliberates |
αόριστος | deliberated |
παθητική μετοχή | deliberated |
ενεργητική μετοχή | deliberating |
deliberate (en)