delicate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός delicate
συγκριτικός more delicate
υπερθετικός most delicate

Επίθετο

[επεξεργασία]

delicate (en)

  1. εύθραυστος, ευαίσθητος, που χαλάσει ή σπάσει εύκολα
    ⮡  The porcelain is delicate.
    Η πορσελάνη είναι εύθραυστη.
    ⮡  The merchandise is delicate and must be stored immediately.
    Τα εμπορεύματα είναι ευαίσθητα και πρέπει να αποθηκευτούν αμέσως.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fragile
  2. ευπαθής, για πρόσωπο που δεν είναι δυνατός και πιθανόν να αρρωστήσει
    ⮡  The elderly are delicate individuals.
    Οι ηλικιωμένοι είναι ευπαθή άτομα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fragile