delighted
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]| παραθετικά | |
| θετικός | delighted |
| συγκριτικός | more delighted |
| υπερθετικός | most delighted |
delighted (en)
- υπερευχαριστημένος, πολύ χαρούμενος, πολύ ευτυχισμένος
My grandparents were delighted when we came to stay for the summer.
- Ο παππούς και η γιαγιά μου ήταν πολύ χαρούμενοι όταν ήρθαμε να μείνουμε για το καλοκαίρι.
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]delighted (en)