delinquency
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
delinquency | delinquencies |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]delinquency (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η εγκληματικότητα, κακή ή εγκληματική συμπεριφορά, συνήθως νέων
- ⮡ Juvenile delinquency is an acute social problem.
- Η εγκληματικότητα των νέων είναι ένα οξύ κοινωνικό πρόβλημα.
- ⮡ Juvenile delinquency is an acute social problem.