Μετάβαση στο περιεχόμενο

delinquency

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
delinquency delinquencies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

delinquency (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η εγκληματικότητα, κακή ή εγκληματική συμπεριφορά, συνήθως νέων
    παράδειγμα  Juvenile delinquency is an acute social problem.
    Η εγκληματικότητα των νέων είναι ένα οξύ κοινωνικό πρόβλημα.