delirata

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

delirata (eo)

  • ενεστώτας της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος deliri