deliri

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
deliri < delir- + -i
ρήμα deliri
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας deliras deliranta delirata
αόριστος deliris delirinta delirita
μέλλοντας deliros delironta delirota
υποθετική delirus - -
προστακτική deliru - -

deliri (eo)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

deliri (io)