demandé

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: demande

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
demandé < demander

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /d(ə)mɑ̃.de/

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό demandé demandés
θηλυκό demandée demandées

demandé (fr)

  1. που είναι σε μεγάλη ζήτηση, που το θέλει όλος ο κόσμος, αιτούμενος
    un an après sa sortie, ce film est toujours très demandé
    ένα χρόνο από τότε που βγήκε, αυτό το έργο εξακολουθεί να είναι σε μεγάλη ζήτηση
    les techniciens d'ordinateurs sont très demandés
    οι τεχνικοί υπολογιστών είναι σε μεγάλη ζήτηση

Συγγενικά

[επεξεργασία]