demandé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- demandé < demander
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /d(ə)mɑ̃.de/
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | demandé | demandés |
θηλυκό | demandée | demandées |
demandé (fr)
- που είναι σε μεγάλη ζήτηση, που το θέλει όλος ο κόσμος, αιτούμενος
- un an après sa sortie, ce film est toujours très demandé
- ένα χρόνο από τότε που βγήκε, αυτό το έργο εξακολουθεί να είναι σε μεγάλη ζήτηση
- les techniciens d'ordinateurs sont très demandés
- οι τεχνικοί υπολογιστών είναι σε μεγάλη ζήτηση
- un an après sa sortie, ce film est toujours très demandé