demandeur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

demandeur < demander

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /d(ə)mɑ̃.dœʁ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό demandeur demandeurs
θηλυκό demanderesse demanderesses

demandeur (fr)

  1. (παρωχημένο) ο ζητιάνος, ο επαίτης
  2. ο αιτών
  3. (νομικός όρος) ο κατήγορος
     αντώνυμα: défendeur, intimé

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Το θηλυκό demanderesse σπανίζει, χρησιμοποιείται συνήθως το αρσενικό.

Επίθετο[επεξεργασία]

demandeur (fr)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]